Χρέη στο Δημόσιο- Ποσό 319.720 ευρώ- Αθώος ο κατηγορούμενος δυνάμει του αρ. 469ΠΚ

Δυνάμει της υπ’ αριθμ.5730/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης , αθώος κηρύχθηκε εντολέας μας που κατηγορήθηκε για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο συνολικού ποσού άνω των 200.000 ευρώ.

Το ως άνω Δικαστήριο, εφάρμοσε το αρ. 469 ΠΚ και έκρινε ότι ο επίδικος πίνακας χρεών έπρεπε να αναπροσαρμοστεί, διότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών αφορούσαν φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ, καθώς οι οφειλές αυτές ανέρχονταν σε ποσό που ξεπερνά τις 50.000 ευρώ ανά διαχειριστικό έτος, και άρα ήταν εντός του ορίου που θέτει το αρ. 66 του ΚΦΔ για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο ΦΠΑ. Συνεπώς το συνολικό οφειλόμενο ποσό- μετά την αφαίρεση των ως άνω οφειλών- υπολειπόταν του ορίου του αξιοποίνου των 100.000 ευρώ που απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα των χρεών στο δημόσιο, και έτσι κατέστη ανέγκλητη η πράξη.

 

Χρέη στο Δημόσιο- Ποσό 166.581 ευρώ- Αθώος ο κατηγορούμενος δυνάμει του αρ. 469ΠΚ

Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 10732/2021 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κηρύχθηκε αθώος ο εντολέας μας, που κατηγορήθηκε για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο συνολικού ποσού άνω των 100.000ευρώ, και συγκεκριμένα για το ποσό των 166.581,80 ευρώ .

Το ως άνω Δικαστήριο, εφάρμοσε το αρ. 469 ΠΚ και έκρινε ότι ο επίδικος πίνακας χρεών έπρεπε να αναπροσαρμοστεί, διότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών αφορούσαν φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ, καθώς οι οφειλές αυτέςανέρχονταν σε ποσό που ξεπερνά τις 50.000 ευρώ ανά διαχειριστικό έτος, και άρα ήταν εντός του ορίου που θέτει το αρ. 66 του ΚΦΔ για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο ΦΠΑ. Συνεπώς το συνολικό οφειλόμενο ποσό- μετά την αφαίρεση των ως άνω οφειλών- υπολειπόταν του ορίου του αξιοποίνου των 100.000 ευρώ που απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα των χρεών στο δημόσιο, και έτσι κατέστη ανέγκλητη η πράξη.

Πλαστογραφία με χρήση- Αθώωση του κατηγορουμένου -Κρίθηκε ότι το επίδικο πλαστό έγγραφο δε θα μπορούσε να παράξει έννομη συνέπεια

Αθώος κρίθηκε βάσει της υπ’αριθμόν 6111/2020 απόφασης του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης εντολέας μας που αντιμετώπιζε την κατηγορία της πλαστογραφίας με χρήση (216 παρ.1ΠΚ).

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η κατηγορία αφορούσε μία υπεύθυνη δήλωση, επί της οποίας είχε τεθεί πλαστή σφραγίδα του ΚΕΠ, καθώς και πλαστή υπογραφή του υπαλλήλου του ΚΕΠ, που βεβαίωνε αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής του δηλούντος. Η εν λόγω υπεύθυνη δήλωση είχε προσκομισθεί από ασθενή ως δικαιολογητικό έγγραφο για την αγορά ιατρικών ειδών από την εταιρία του εντολέα μας και στη συνέχεια είχε γίνει χρήση της σε δημόσιο ασφαλιστικό φορέα, για κάλυψη μέρους της δαπάνης. Από την αποδεικτική διαδικασία και κυρίως από την επισκόπηση του εγγράφου, διαπιστώθηκε ότι μολονότι είχε τεθεί σφραγίδα και υπογραφή του υπαλλήλου του ΚΕΠ για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, παρόλα αυτά δεν υπήρχε στο εν λόγω έγγραφο η υπογραφή του δηλούντα. Το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το 216 ΠΚ, από την ερμηνεία του οποίου προκύπτει πως «σκοπός του υπαιτίου είναι να παραπλανήσει με τη χρήση του  πλαστού ή του νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός  που είναι πρόσφορο να παράγει έννομες συνέπειες», έκρινε πως στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετούνταν το έγκλημα της πλαστογραφίας καθότι εφόσον δεν είχε τεθεί η υπογραφή του δηλούντος, το ως άνω έγγραφοδεν ήταν πρόσφορο να παραπλανήσει για την εμπεριεχόμενη σε αυτό υπεύθυνη δήλωση, ούτε θα ήταν δυνατό να έχει έννομες συνέπειες για οποιοδήποτε άλλο πραγματικό περιστατικό, με αποτέλεσμα την αθώωση του εντολέα μας.

Αθώωση του εντολέα μας για ηθική αυτουργία σε ψευδή ιατρική πιστοποίηση κατ’εξακολούθηση

Αθώος κρίθηκε βάσει της υπ’ αριθμόν 12233/2020 απόφασης του Γ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης εντολέας μας, που αντιμετώπιζε την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας κατά συρροή στην πράξη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης κατ’ εξακολούθηση.

Η υπόθεση αφορoύσε την έκδοση τεσσάρων ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων, με κατηγορούμενους τους ιατρούς, ως φυσικούς αυτουργούς του αδικήματος και τον εντολέα μας, διαχειριστή εταιρίας ιατρικών ειδών, ως ηθικό αυτουργό του αδικήματος. Το ψευδές των ιατρικών πιστοποιήσεων έγκειτο στο ότι οι ασθενείς δεν έπασχαν από τις αναφερόμενες στις βεβαιώσεις των ιατρών παθήσεις και δεν έχρηζαν χορήγησης ιατρικών μηχανημάτων για την αντιμετώπισή τους. Το ως άνω Δικαστήριο, ως προς τις τρεις περιπτώσεις, έκρινε ότιπράγματι οι ασθενείς έπασχαν από τις εν λόγω παθήσεις, όπως ακριβώς αναγραφόταν στις ιατρικές βεβαιώσεις και άρα αυτές δεν ήταν ψευδείς, με συνέπεια να κριθούν αθώοι τόσο οι εκδότες ιατροί όσο και ο εντολέας μας. Ως προς την τέταρτη περίπτωση της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, κρίθηκε ότι ναι μεν αυτή ήταν ψευδής, καθώς ο ασθενής δεν αντιμετώπιζε τη συγκεκριμένη πάθηση, με συνέπεια να κηρυχθεί ένοχος ο ένας εκ των κατηγορούμενων ιατρών, ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι  ο εντολέας μας είχε γνώση του ψευδούς περιεχομένου της εν λόγω πιστοποίησης, πολλώ δε μάλλον ότι είχε προκαλέσει την απόφαση στον ιατρό να προχωρήσει στη σύνταξη αυτής, με αποτέλεσμα την αθώωσή του και για αυτήν την πράξη.

Δεκτή η προσφυγή κατά Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων – Άρση δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών των εντολέων μας

Δεκτές έγιναν δυνάμει του υπ’ αριθμ. 1907/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης,οι προσφυγές που ασκήσαμε κατά της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες διέτασσαν την απαγόρευση κίνησης τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούσαν οι εντολείς μας.

Με την προσβαλλόμενη διάταξη είχε κριθεί πως οι εντολείς μας είχαν συμμετοχή σε υπόθεση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και για το λόγο αυτόν είχε διαταχθεί η δέσμευση των τραπεζικών τους λογαριασμών.

Σε βάρος της εν λόγω διάταξης,  ασκήσαμε προσφυγές ενώπιον της αρμόδιας Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών,  οι οποίες έγιναν δεκτές με το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών . Πιο συγκεκριμένα, από τα πραγματικά περιστατικά και το αποδεικτικό υλικό που προσκομίσαμε, προέκυψε με σαφήνεια πως αμφότεροι οι εντολείς μας και δικαιούχοι των επίμαχων δεσμευθέντων τραπεζικών λογαριασμών υπήρξαν θύματα εξαπάτησης από άγνωστο δράστη, ο οποίος τους έπεισε να του παρέχουν πρόσβαση στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, με απώτερο σκοπό να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτούς και να τους χρησιμοποιήσει για τη νομιμοποίηση των εσόδων του από την εγκληματική δραστηριότητά του, και πιο συγκεκριμένα από τις απάτες που είχε διαπράξει σε βάρος άγνωστων τρίτων προσώπων σε προγενέστερο χρόνο.Κρίσιμο στοιχείο για την απόδειξη των ισχυρισμών των εντολέων μας ότι δεν είχαν συμμετοχή στα ως άνω αδικήματα, αποτέλεσε το γεγονός ότι το επίδικο χρηματικό ποσόπου είχε κατατεθεί στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους δεν αναλώθηκε καθ’οιονδήποτε τρόπο, μέχρι τη δέσμευσή του από την ως άνω αρμόδια Αρχή, αντιθέτως διατηρήθηκε ακέραιο σε αυτούς, καθώς και το ότι αμφότεροι οι εντολείς μας δήλωσαν ρητώς την επιθυμία τους να επιστρέψουν αυτό στον πραγματικό δικαιούχο.

Ν. 4738/2022 – Παροχή δεύτερης ευκαιρίας- απαλλαγή οφειλών

Ο  πολλαπλασιασμός των μη εμπόρων – επιχειρηματιών κατά την  παρατεταμένη περίοδο οικονομικής δυσχέρειας στη χώρα μας, σε συνδυασμό με την περιορισμένη εμβέλεια του Νόμου Κατσέλη, του οποίου μέλημα ήταν η προστασία της πρώτης κατοικίας των οφειλετών, οδήγησε στην υποχρέωση  θεσμοθέτησης μιας νέας ρύθμισης, η οποία θα καταλάμβανε κάθε είδους πτωχεύσαντος οφειλέτη. Σκοπός της ρύθμισης του Ν. 4738/2020 είναι η παροχή μιας «δεύτερης ευκαιρίας» και η δυνατότητα επανέναρξης της επαγγελματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, με παράλληλη ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών. Η καινοτομία του νόμου έγκειται στον χαρακτήρα των οφειλών προς τους οποίους απευθύνεται, καθώς παραλείπεται πλέον ο διαχωρισμός φυσικών προσώπων  σε εμπόρους και μη. Μάλιστα, καθίσταται σαφές πως διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα, όχι μόνο τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν  οικονομικό σκοπό, αλλά και τα πρόσωπα που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, δίχως οικονομικό σκοπό.

Σύμφωνα με τη ρύθμιση, απαιτείται διάθεση της περιουσίας του οφειλέτη προς τους πιστωτές, στην οποία προστίθεται μέρος του μεταπτωχευτικού τους εισοδήματος  , έως την απαλλαγή του, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως, εντός του χρονικού διαστήματος ενός έως τριών ετών από την κήρυξη της πτώχευσης. Η απαλλαγή επέρχεται σε εύλογο χρονικό διάστημα μετά την πτώχευση, δίχως να προϋποθέτει την κήρυξη του οφειλέτη ως συγγνωστού- έννοια απαραίτητη κατά τις προγενέστερες νομοθετικές ρυθμίσεις. Η έννοια του εύλογου χρόνου προσδιορίζεται ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση οφειλέτη και τελεί σε  άμεση εξάρτηση με το ύψος της περιουσίας του, βάσει της οποίας πρόκειται να προσδιοριστεί τόσο ο χρόνος απαλλαγής , όσο και η υποχρέωσή του να εισφέρει μέρος του μεταπτωχευτικού του εισοδήματος στην πτωχευτική περιουσία.

Συγκεκριμένα:

  • Εάν η περιουσία του οφειλέτη αποτελείται από την κύρια κατοικία ή/και άλλα πάγια περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 100. 000€, τα οποία καλύπτουν ποσοστό ανώτερο του 10% εξ των οφειλετών του, τότες η απαλλαγή λαμβάνει χώρα μετά την πάροδο ενός έτους από την κήρυξη της πτώχευσης. Σε αυτήν την περίπτωση ο Οφειλέτης δεν υποχρεούται να εισφέρει στην πτωχευτική περιουσία μέρος του εισοδήματός του, παρά μόνον κατά το μέρος που τα εισοδήματά του υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των εύλογων δαπανών διαβίωσης, που ορίζεται στο αρ. 73 Ν. 4389/2016.
  • Εάν η περιουσία δεν πληροί τα ως άνω κριτήρια, ο οφειλέτης απαλλάσσεται κατόπιν τριών ετών από την πτώχευση, εισφέροντας στην πτωχευτική περιουσία το μέρος του εισοδήματός του, το οποίο- εφόσον του αφαιρεθούν οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές- υπερβαίνει το όριο είτε του ακατάσχετου εισοδήματος, είτε των εύλογων δαπανών διαβίωσης (επιλέγεται το μεγαλύτερο).

Εν τέλει, η απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται αυτοδικαίως, είναι πλήρης και αφορά όλες τις οφειλές του προς κάθε πιστωτή του, κατά την κήρυξη της πτώχευσης, είτε αναγγέλθηκαν, είτε όχι. Ειδικότερη είναι η ρύθμιση των χρεών προς το Δημόσιο, τα ποία κρίνονται βάσει του χρόνου βεβαίωσής τους. Βέβαια, από την απαλλαγή εξαιρούνται οι οφειλέτες, οι οποίοι έχουν τελέσει από δόλο ή βαριά αμέλειά τους θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου, έχουν οφειλές διατροφής ή των αδικημάτων του Ν. 4557/18 (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες).

Περαιτέρω, με τον ν. 4738/20 κατοχυρώνεται το εξαιρετικό δικαίωμα των πιστωτών – και όποιου άλλου έχει έννομο συμφέρον- να ακολουθήσει τη δικαστική οδό, μέσω της άσκησης προσφυγής, ενέργεια η οποία αποτελεί τροχοπέδη στην απαλλαγή του οφειλέτη, καθότι σε τούτη την περίπτωση ακολουθείται η δικαστική οδός, προσδίδοντας, έτσι, στο δικαστήριο την ευχέρεια να αποφασίσει βάσει των κριτηρίων της έννοιας του συγγνωστού. Συγκεκριμένα, επί του αρ. 193 παρ. 1, αναφέρονται οι προϋποθέσεις παραδεκτού της άσκησης της προσφυγής, οι οποίες συνοψίζονται στις εξής:

  1. Επίκληση αδυναμίας εκπλήρωσης του προσφεύγοντος, λόγων δολίων ενεργειών του οφειλέτη , οι οποίες διαπιστώνονται μέσω της απόφασης κήρυξης της πτώχευσης.
  2. Ένδειξη κακής πίστης του οφειλέτη, είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης, είτε κατά τη διάρκειά της.
  3. Μη συνεργασία του οφειλέτη με τα όργανα της πτώχευσης.
  4. Δόλια απόκρυψη εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
  5. Εκκρεμής ποινική δίωξη κατά του οφειλέτη

Το Πτωχευτικό Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει την απαλλαγή του οφειλέτη, σταθμίζοντας την εκάστοτε περίπτωση, χορηγώντας μια εύλογη προθεσμία προκειμένου να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις  απαλλαγής. Σημειούται πως τα παρόντα κριτήρια απαλλαγής δεν αποτελούν κώλυμα στην έγκριση της απαλλαγής, καθώς η κρίση επ’ αυτών επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Κρίσιμη είναι επίσης η θεσμοθέτηση της απαλλαγής εκπροσώπων νομικών προσώπων από οφειλές για τις οποίες ευθύνονται εκ του νόμου αλληλέγγυα και οι οποίες προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου και των αμέσως προηγούμενων 36 μηνών , ήτοι οφειλές προς το Δημόσιο και τους Ασφαλιστικούς Φορείς, δίχως να συγκαταλέγονται επ’ αυτών οι οφειλές λόγω παροχής προσωπικής εγγύησης ή αδικοπραξίας. Σε αυτή την περίπτωση η απαλλαγή επέρχεται αυτοδικαίως, είτε με την πάροδο 36 μηνών από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, είτε 24 μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης (όποιο προηγηθεί χρονικά), με δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά της απαλλαγής, ομοίως με την περίπτωση των φυσικών προσώπων.

Οι προϋποθέσεις χορήγησης της απαλλαγής ν.π. είναι όμοιες, αν και αυστηρότερες, με τις απαιτούμενες για τα φυσικά πρόσωπα, με μόνη διαφορά την ύπαρξη νομικού κωλύματος πλήρους απαλλαγής  σε περίπτωση καταδίκης του εκπροσώπου ν.π. σε έγκλημα της χρεοκοπίας , κακουργηματικής κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας, κατά τις οποίες δύναται να αποφασίσει μερική απαλλαγή, εξαιρώντας τις οφειλές οι οποίες συνδέονται άμεσα με το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαπιστώνεται η έλλειψη δόλου ή βαριάς αμέλειας. Ιδιαίτερα στην περίπτωση εκκρεμούς δίωξης, το δικαστήριο δύναται να αναβάλλει τη χορήγηση αναβολής, έως την αμετάκλητη περάτωση της διαδικασίας. Τέλος η χορήγηση της απαλλαγής δεν λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

 

Παραγραφή Φορολογικών Οφειλών: Νομολογιακές Εξελίξεις κατόπιν των ΣτΕ 616-618/2021

Σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν.4174/2013 «Η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί σε
έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εντός πέντε (5) ετών
από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης. Στις περιπτώσεις που
για κάποια φορολογία προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων, η έκδοση της πράξης του
προηγούμενου εδαφίου μπορεί να γίνει εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου
λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης.»

Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι η πενταετής προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από τη
λήξη του έτους εντός του οποίου συνέτρεξαν οι οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις για την έκδοση
της σχετικής πράξης προσδιορισμού του φόρου. Διακοπή δε της προθεσμίας αυτής επέρχεται από
και διά της έκδοσης της σχετικής καταλογιστικής πράξης φόρου και μάλιστα σε αντίθεση με το
προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 84 Ν. 2238/1994 κατά το οποίο για τη διακοπή της
παραγραφής δεν αρκούσε μόνο η έκδοση της καταλογιστικής πράξης, αλλά απαιτείτο επιπλέον να
λάβει χώρα εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και η κοινοποίηση αυτής.

Η ως άνω διατάξη προκάλεσε πλήθος αντιρρήσεων τόσο από την πλευρά της θεωρίας όσο και από
την πλευρά της νομολογίας αφού, ως συνεπέστερη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την
αποφυγή έκθεσης σε κίνδυνο τόσο των φορολογουμένων όσο και του ίδιου του Ελληνικού Δημοσίου
ως προς την εισπραξιμότητα των εσόδων, θα ήταν ορθό να τυγχάνει εφαρμογής η προγενέστερη
ρύθμιση, η οποία επέβαλε το βάρος στην φορολογική διοίκηση ως προς την υποχρέωση και της κοινοποίησης της καταλογιστικής πράξης εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής[1]. Και τούτο διότι μόνο από και δια της κοινοποίησης της διοικητικής πράξης καθίσταται αυτή αντιτάξιμη
απέναντι στο διοικούμενο[2].  Από εκείνο το χρονικό σημείο ο φορολογούμενος θα επιδιώξει να
συλλέξει το αποδεικτικό υλικό προς αμφισβήτηση της εκδοθείσας πράξης. Επομένως, η τυχόν
καθυστερημένη κοινοποίηση αυτής μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου από τη συμπλήρωση της
πενταετούς παραγραφής θα γεννούσε για τον φορολογούμενο τα ίδια προβλήματα με την
εκπρόθεσμη, μετά τη συμπλήρωση παραγραφής, έκδοση της καταλογιστικής πράξης, ενώ θα
δημιουργούσε, επιπλέον, ανασφάλεια δικαίου, καθώς ο φορολογούμενος δεν θα εδύνατο να γνωρίζει
εάν έχει συμπληρωθεί η παραγραφή των σχετικών διαχειριστικών ενεργειών του για το εκάστοτε
φορολογικό έτος και αντίστοιχα να προασπίσει τα συμφέροντα του [3].

Με τις ΟλΣτΕ 616-618/2021 αποφάσεις, επιλύθηκε οριστικά η ως άνω αστοχία της διατάξης του
άρθρου 36 παρ. 1 του Ν. 4174/2013, όπως αυτή εφαρμοζόταν ιδίως ενόψει και της διάταξης του
άρθρου 72 παρ. 11 εδ. γ’ του Ν. 4174/2013 κατά την οποία «Διατάξεις περί παραγραφής του
δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών,
εισφορών, προστίμων, προϊσχύουσες του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας,
εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις, τις περιόδους, τις υποθέσεις και τις φορολογικές
υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν. […] Όπου σε κείμενες διατάξεις ουσιαστικού φορολογικού δικαίου,
που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προβλέπεται προθεσμία
παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου, πράξεις προσδιορισμού
φόρου, τελών, εισφορών, πράξεις επιβολής προστίμων και κάθε άλλη συναφή πράξη, η παραγραφή
διακόπτεται με την έκδοση τους. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς
δικαστικές υποθέσεις, οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου σε πρώτο
βαθμό.».

Οι εν λόγω αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, αποφαινόμενες σε αναιρετικό επίπεδο σχετικά με τα
εξής αντικείμενα: φορολογία εισοδήματος (ΟλΣτΕ 616/2021), Φ.Π.Α. (ΟλΣτΕ 617/2021) και
επιβολή προστίμου του άρθρου 6 του Ν. 2523/1997, όσον αφορά πρόστιμα Φ.Π.Α. για πλαστά,
νοθευμένα ή εικονικά φορολογικά στοιχεία (ΟλΣτΕ 618/2021) και ενόψει ελέγχου της φορολογικής
Διοίκησης για το οικονομικό έτος 2005 (διαχειριστική χρήση 01.01.2004 έως και 31.12.2004), διασαφήνισαν πλήρως την διάταξη του άρθρου 72 παρ. 11 εδ. γ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), η οποία προστέθηκε με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Δ.2 περ. 18β του ν.
4254/2014. Σύμφωνα με την 9 η σκέψη των αποφάσεων, η διάταξη καταλαμβάνει κατ’ αρχήν
υποθέσεις, όπως οι υπό κρίση, στις οποίες η αξίωση του Δημοσίου να βεβαιώσει και επιβάλει φόρο
ή/και κυρώσεις για την παράβαση των σχετικών διατάξεων για χρήσεις, περιόδους, φορολογικές
υποθέσεις ή υποχρεώσεις πριν από την έναρξη ισχύος του Κ.Φ.Δ. (και άρα μέχρι τις 31-12-2013) δεν
είχε, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες του άρθρου 36 του Κ.Φ.Δ. διατάξεις, παραγραφεί όταν άρχισε
να ισχύει η επίμαχη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 11 εδ. γ ́ του Κ.Φ.Δ. και στις οποίες δεν είχε κατά
τον αυτό χρόνο εκδοθεί η οικεία καταλογιστική πράξη. Εντούτοις, το δικαστήριο κρίνει
αντισυνταγματική την διάταξη ως αντικείμενη στις αρχές της φανερής δράσης της Διοίκησης και της
ασφάλειας του δικαίου και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι
προϊσχύουσες του άρθρου 36 του ΚΦΔ διατάξεις περί παραγραφής, οι οποίες παγίως προέβλεπαν ως
προϋπόθεση διακοπής της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου την
εντός της οικείας προθεσμίας κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης.

 

Σταυρούλα Τσόπα,

Δικηγόρος – Συνεργάτης Διοικητικού Δικαίου

 

[1] ΕΥ. ΜΠΑΚΑΛΗΣ σε Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ/Μ. ΒΡΑΧΑΤΗ/Β. ΒΥΖΑΣ…, «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας -Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία Ν. 4174/2013», 2018, Εκδ. Σάκκουλας, σελ. 915-916 και Κ. Δ. ΦΙΝΟΚΑΛΙΩΤΗΣ, «Φορολογικό Δίκαιο: Ουσιαστικό Μέρος, Φορολογική Διαδικασία, Φορολογική Δικονομία», Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, έκδ. 6η, 2020 , σελ 635
[2] Ε. ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΟΥ «Κοινοποίηση ατομικής διοικητικής πράξης» (άρθρο 19 ΚΔΔιαδ. Γενικό διοικητικό δίκαιο, 2-12-2015), https://www.prevedourou.gr/
[3] ΣτΕ 1364/2017 και την εκεί επικαλούμενη αρχή της φανεράς δράσεως της Διοίκησης και Β. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ Πρωτοδίκης Δ.Δ.-Δ.Ν. «Η κοινοποίηση των πράξεων της φορολογικής Διοίκησης σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.», (https://www.ddikastes.gr/ ανάρτηση από 06.03.2021)

 

 

 

ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ

Η ομάδα μαςΝΕΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣΥΝΔΕΣΜΟΙ